Ὁ Θρασύβουλος Στανίτσας γεννήθηκε στὰ Ψωμαθειὰ τῆς Πόλης, τὸ ἔτος 1910 (κατ᾽ ἄλλους 1907).. Τὴν πρώτη μουσική του κατάρτιση τὴν πῆρε ἀπὸ τὸν θεῖό του Δημήτριο Θεραπειανό. Στὴ συνέχεια μαθήτευσε κοντὰ στοὺς Μιχαὴλ Χατζηαθανασίου, Δημήτριο Βουτσινᾶ, Γιάγγο Βασιλειάδη καὶ Ἰωάννη Παλάση.
Ἔψαλλε σὲ διαφόρους ναοὺς τῆς Πόλης· στὰ Ψωμαθειά, στὸν Ἅγιο Μηνᾶ, στὴ Θεία Ἀνάληψη, στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, καὶ στὸ Γαλατᾶ, στὸν Ἁγ. Νικόλαο, ἀριστερός, μὲ δεξιὸ τὸν Παλάση.
Κατὰ τὸ ἔτος 1939, ὅταν ὁ Λαμπαδάριος Κων. Πρίγγος διεδέχθη τὸν λόγῳ γήρατος ἀποχωρήσαντα Πρωτοψάλτη Ἰάκωβο Ναυπλιώτη, ἐκλήθη ἔξωθεν ὁ Στανίτσας ὡς ὁ καταλληλότερος νὰ ἀναλάβῃ ἀπὸ 1ης Μαρτίου τοῦ ἰδίου ἔτους τὴν θέση τοῦ Ἄρχοντος Λαμπαδαρίου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Θρασύβουλος Στανίτσας πολλὲς δυσκολίες συνήντησε, ὅπως ὁμολογεῖ καὶ ὁ ἴδιος, καὶ πολλὲς προσπάθειες κατέβαλε μέχρις ὅτου γνωρίσει τὰ μαθήματα ποὺ ψάλλονται κατὰ τὴν παράδοση μέσα στὸν Πατριαρχικὸ Ναό, ὡς ἔξωθεν κληθεὶς ἀπ᾽ εὐθείας στὴ θέση τοῦ Λαμπαδαρίου. Λέγεται μάλιστα ὅτι ὁ ἀείμνηστος Ἀναστάσιος Μιχαηλίδης, γνωστὸς μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ «ὁ σομπατζής», ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματός του, ποὺ ἦταν Α´ Δομέστικος ἐπὶ Ἰακώβου Ναυπλιώτου, τὸν προετοίμαζε κάθε ἑβδομάδα στὰ μαθήματα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ψάλλῃ.
Ἔτσι φαίνεται συνέβαινε καὶ παλαιότερα μὲ τοὺς ἔξωθεν κληθέντας στὸν Πατριαρχικὸ Ναό. Σχετικὰ ὁ Ἄγγελος Βουδούρης (Καθηγητὴς τῶν Θρησκευτικῶν καὶ Α´ Δομέστικος τοῦ Πατρ. Ναοῦ γράφει σὲ ἄρθρο του στὴν Ὀρθοδοξία, τὸ ἔτος 1937, τὰ ἑξῆς· «Οἱ διὰ τὴν θέσιν τοῦ Πρωτοψάλτου (καὶ Λαμπαδαρίου) τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ ἔξωθεν προσληφθέντες συνήντων μεγάλην δυσχέρειαν εἰς τὴν πατριαρχικὴν ψαλμῳδίαν, δυσχέρειαν, ἣν δυσκόλως παρέκαμπτον, ὄντες ὑποχρεωμένοι κατὰ τὸν χρόνον τῆς Πρωτοψαλτίας αὐτῶν νὰ διευθύνωνται καὶ νὰ ῥυμουλκῶνται ἐν τῷ ψάλλειν ὑπὸ τῶν Λαμπαδαρίων καὶ τῶν Δομεστίκων τοῦ Ναοῦ, ὅπως τοῦτο συνέβαινεν εἰς τοὺς ἀμέσως γενομένους Πρωτοψάλτας Σταυράκην Γρηγοριάδην (1866) καὶ Γεώργιον Βιολάκην (1876)».
Ὅμως, ὁ Στανίτσας πολὺ σύντομα ἀνεδείχθη ἀντάξιος διάδοχος τῆς θέσεως τῶν προκατόχων του. Μὲ τὴν ἐπιμέλειά του, μὲ τὴν διακρίνουσα αὐτὸν ἱκανότητα καὶ μὲ τὴν καλλιφωνία του, ἡ φήμη του διαδόθηκέ σὲ ὅλη τὴν Πόλη, ἰδιαίτερα μὲ τὶς ἐπιτυχίες του στὸ «Σὲ ὑμνοῦμεν», στὰ «Κοινωνικά» καὶ πρὸ πάντων στὸ «Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς», ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ ψάλλῃ μετὰ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ σὲ ἄλλους Ναοὺς τῆς Πόλης «σεπτῇ πατριαρχικῇ κελεύσει». Ὁ Στανίτσας διετέλεσε Λαμπαδάριος ἐπὶ μία εἰκοσαετία ἀπέναντι στὸν Κων. Πρίγγο καὶ ἔτσι ἀπεῤῥόφησε ὅλη τὴν τέχνη καὶ τὴν μαεστρία ἐκείνου. Ὁ Στανίτσας, ὕστερα ἀπὸ μακροχρόνια ἀσθένεια τοῦ προκατόχου του Κωνσταντίνου Πρίγγου, κατὰ τὸ ἔτος 1960, προήχθη ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα τὸν Α´, σὲ Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἡ δὲ χειροθεσία του ἔγινε τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως τοῦ ἔτους 1961. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἀξιώθηκε γιὰ πολὺ νὰ παραμείνῃ στὸν Πατριαρχικὸ Ναό, ὡς Πρωτοψάλτης, ἀπελαθεὶς τὸ ἔτος 1964, λόγῳ τῆς γνωστῆς πολιτικῆς τῆς Τουρκικῆς Κυβερνήσεως γιὰ τὸ Κυπριακό, ποὺ ἀπέλασε τότε τριάντα χιλιάδες Ἕλληνες ὑπηκόους ἐγκατεστημένους στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴ συνέχεια ἦλθε ὁ Στανίτσας στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐγκατεστάθηκε γιὰ ἕνα χρόνο στὴ Χίο, ὅπου ἔψαλλε σχεδόν σὲ ὅλο τὸ νησί. Ἔπειτα φεύγει γιὰ δύο μῆνες στὴ Βηρυττό, καὶ ἀπὸ τὸ ἔτος 1966 διορίζεται πλέον μόνιμα στὸν Ἅγιο Δημήτριο Ἀμπελοκήπων, στὴν Ἀθήνα, καὶ δημιουργεῖ παράδοση μέχρι τῆς συνταξιοδοτήσεώς του, τὸ ἔτος 1981, ἐνῷ ἐν τῷ μεταξύ, τὸ ἔτος 1967, πηγαίνει γιὰ τρισήμισυ μῆνες στὴν Ἀμερική. Γενικὰ δέ, ἔψαλλε περιοδικὰ σὲ ὅλη τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια.