Όλες οι κλίμακες της βυζαντινής μουσικής είναι επτάφθογγες και με την επανάληψη του αρχικού φθόγγου γίνονται οκτάφθογγες. Διαιρούνται σε 72 μικρές ηχητικές αποστάσεις, τα μόρια ή κόμματα. Διαμορφώνονται από δύο όμοια τετράχορδα (χαμηλό και ψηλό) διαζευγμένα.
Οι φθόγγοι των κλιμάκων ονομάζονται και χορδές. Η πρώτη χορδή ονομάζεται βάση της κλίμακας. Τα ονόματα των φθόγγων των βυζαντινών κλιμάκων, τα σύμβολά τους και η αντιστοιχία τους με τους φθόγγους της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής έχουν ως εξής :
Βυζαντινοί φθόγγοι : Νη Πα Βου Γα Δι Κε Ζω Νη
Σύμβολα : ν π β Γ Δ Κ Ζ ν'
Δυτικοευρωπαϊκοί φθόγγοι : Ντο Ρε Μι Φα Σολ Λα Σι Ντο
Η διαδοχική έμμελη εκφώνηση (απαγγελία) των φθόγγων της κλίμακας από χαμηλότερο προς κάποιον ψηλότερο λέγεται ανάβαση ή άνοδος ή οξύτητα. Η απαγγελία των φθόγγων της κλίμακας από κάποιον ψηλότερο προς κάποιον χαμηλότερο λέγεται κατάβαση ή κάθοδος ή βαρύτητα.. Η επαναλαμβανόμενη εκφώνηση του ίδιου φθόγγου, π.χ. Πα Πα Πα, λέγεται ισότητα ή ταυτοφωνία. Η ανάβαση ή η κατάβαση κατά έναν φθόγγο ονομάζεται συνεχής. Όταν όμως η ανάβαση ή η κατάβαση γίνεται όχι στον αμέσως ψηλότερο ή χαμηλότερο φθόγγο, αλλά στον δεύτερο ή τρίτο κ.λ.π., ονομάζεται υπερβατή.
Φυσική κλίματα. Η φυσική κλίμακα της βυζαντινής μουσικής είναι η κλίμακα του Νη. Τα διαστήματα του τετραχόρδου της φυσικής κλίμακας περιλαμβάνουν τρεις φυσικούς τόνους, οι οποίοι έχουν διαφορετικό μέγεθος κι επομένως διαφορετικό άκουσμα. Ανάλογα με το μέγεθός τους ονομάζονται μέγιστος (12 μόρια), ελάσσονας (10 μόρια) και ελάχιστος (8 μόρια). Ο διαζευτικός τόνος είναι πάντα μέγιστος.
Τα σημεία αλλοιώσεως, δηλαδή αυτά που μεταβάλλουν το τονικό ύφος των φυσικών φθόγγων, ονομάζονται διέσεις (ανεβάζουν το τονικό ύψος), και υφέσεις (χαμηλώνουν το τονικό ύφος) όπως ακριβώς στη δυτικοευρωπαϊκή μουσική. Στη βυζαντινή όμως μουσική υποδιαιρούνται σε απλή μονόγραμμη, δίγραμμη και τρίγραμμη δίεση ή ύφεση και προσθέτουν ή αφαιρούν ανά δύο μόρια. Εάν χαμηλώσει σε δίγραμμη ύφεση ο ψηλότερος φθόγγος ενός μέγιστου τόνου, μεταβάλλεται σε ημιτόνιο.
Β. Ήχοι
Η πρωτοχριστιανική εκκλησιαστική μουσική ήταν βασισμένη κυρίως στη μουσική των αρχαίων Ελλήνων και πιο συγκεκριμένα στους δεκαπέντε τόνους της. Η Ανατολική Εκκλησία χρησιμοποίησε για τις λατρευτικές της ανάγκες μόνο οκτώ τόνους, τους οποίους ονόμασε "ήχους". Πρόκειται για τους τόνους των οποίων το μέλος είναι σεμνό και κατάλληλο να εκφράζει προσευχές, ύμνους και θρησκευτικά αισθήματα. Απεκλείσαμε διακριτικότητα τα θορυβώδη, εύθυμα, ελευθεριάζοντα και άσεμνα μέλη.
Οι οκτώ ήχοι της βυζαντινής μουσικής είναι :
Κύριοι : πρώτος δεύτερος τρίτος τέταρτος
Πλάγιοι : πλάγιος του Α.', πλάγιος του Β.', Βαρύς, πλάγιος του Δ.'
Οι βάσεις των πλαγίων βρίσκονται μια τετρατονία χαμηλότερα απ' αυτές των κυρίων ήχων. Μόνο ο πλάγιος του Γ' έχει την ίδια βάση με τον κύριο τρίτο και γι' αυτό ονομάστηκε βαρύς (χαμηλοί). Συνεπώς οι κύριοι χαρακτηρίζονται οξείς (ψηλοί) και οι πλάγιοί τους βαρείς (χαμηλοί). Συνεπώς οι κύριοι ήχοι χρησιμοποιούν περισσότερο τους χαμηλότερους.
Βασικά χαρακτηριστικά των ήχων είναι το απήχημα, η κλίμακα, οι δεσπόζοντες φθόγγοι και οι καταλήξεις. Το απήχημα και οι καταλήξεις είναι τα κυριότερα συστατικά του ήχου και γι' αυτό ονομάζονται και "γνωστικά", ενώ οι κλίμακες και οι δεσπόζουσες φθόγγοι μπορεί να είναι κοινά σε δύο ήχους.
Απήχημα ή προήχημα ή εύρημα. Πρόκειται για μια μικρή μουσική φάση, η οποία ψάλλεται πριν τη έναρξη του μέλους και στον ίδιο μ' αυτόν ήχο για να δείξει την ποιότητά του. Παλιότερα το απήχημα ήταν πολυσύλλαβο, επειδή οι φθόγγοι ήταν πολυσύλλαβοι και η μελωδική του γραμμή ήταν αρκετά εκτενής. Ένα τέτοιο πολυσύλλαβο απήχημα που σώζεται μέχρι σήμερα στα αργά μέλη του τέταρτου ήχου είναι το "άγια", που εκπροσωπεί τον φθόγγο Δι. Στους υπόλοιπους ήχους το απήχημα σήμερα είναι συνήθως μονοσύλλαβο, ψάλλεται δηλαδή με μια συλλαβή (νε) και αποτελεί το λεγόμενο ίσο των ψαλτών. Όσες φορές υπάρχει στίχος πριν το μέλος αυτός παίρνει τη θέση απηχήματος.
Η κλίμακα. Στην κλίμακα του ήχου διακρίνουμε την τονική ή μελωδική βάση και τα γένη, δηλαδή το μέγεθος των διαστημάτων μεταξύ των φθόγγων και ανεξάρτητα από σειρά. Τονική ή μελωδική βάση είναι το γνωστό ίσο του ήχου, δηλαδή ο φθόγγος από τον οποίο αρχίζει και στον οποίο επιστρέφει και καταλήγει ο ήχος. Ένας ήχος μπορεί να έχει και δεύτερη βάση.
Τα γένη είναι το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο.
Το διατονικό γένος περιλαμβάνει τέσσερις ήχους, τον Α, Δ και τους πλάγιούς τους, οι οποίοι ονομάζονται διατονικοί. Η διαδοχή των φθόγγων περιλαμβάνει τόνους (μέγιστο, ελάσσονα, ελάχιστο).
Το χρωματικό γένος περιλαμβάνει τον Β και τον πλάγιό του, οι οποίοι ονομάζονται χρωματικοί. Η διαδοχή των φθόγγων περιέχει υπερμείζονες τόνους (12 μόρια), αυξημένα τριημιτόνια (20 μόρια), ημιτόνια και ελαττωμένα ημιτόνια (4 μόρια).
Το εναρμόνιο γένος περιλαμβάνει δύο ήχους, τον Γ και τον βαρύ (υπάρχει και βαρύς διατονικός), οι οποίοι ονομάζονται εναρμόνιοι. Το γένος αυτό χαρακτηρίζεται από μέγιστους τόνους και ημιτόνια, γι' αυτό εξάλλου συμπίπτει με τη Φα μείζονα κλίμακα τις δυτικοευρωπαϊκής μουσικής. Σύμφωνα με την άποψη των βυζαντινολόγων γινόταν χρήση 1/4 του τόνου και το τετράχορδο περιλάμβανε τεταρτημόριο - τεταρτημόριο - δίτονο. Επειδή όμως τα διαστήματα αυτά δεν είναι εύκολο να εκτελεστούν, το εναρμόνιο γένος διαμορφώθηκε σύμφωνα με τον τρόπο που προαναφέρθηκε.
Πρέπει ν' αναφερθεί ότι δεν είναι υποχρεωτικό ένα μέλος να ψάλλεται στον ίδιο ήχο από την αρχή ως το τέλος. Η αλλαγή αυτή του μέλους, από ένα ήχο στον άλλο είτε του ίδιου γένους είτε διαφορετικού, υποδεικνύεται με ορισμένα σημεία τα οποία ονομάζονται φθορές και τα οποία είναι διαφορετικά για κάθε γένος.
Δεσπόζοντες φθόγγοι. Είναι εκείνοι οι φθόγγοι ενός ήχου, οι οποίοι χρησιμοποιούνται πολλές φορές σ' ένα μέλος, δεσπόζουν δηλαδή σ' αυτό, σε αντίθεση με τους άλλους, οι οποίοι ακούγονται λιγότερες φορές και ονομάζονται υπερβάσιμοι. Επειδή όμως κάθε ήχος μπορεί να έχει και δεύτερη βάση, οι δεσπόζοντες φθόγγοι ενός ήχου μπορεί να είναι διαφορετικοί. Οι δεσπόζοντες φθόγγοι είναι συνήθως σταθεροί και αμετακίνητοι ως προς τη φυσική τους οξύτητα. Οι υπερβάσιμοι όμως δεν είναι πάντοτε σταθεροί, αλλά συχνά έλκονται από τους πλησιέστερους τους δεσπόζοντες. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται έλξη.
Καταλήξεις. Πρόκειται για την κατάληξη των μελωδικών εκείνων γραμμών, με τις οποίες το μέλος σταματάει για λίγο σε κάποιον από τους δεσπόζοντες φθόγγους ή καταλήγει και παύει. Οι καταλήξεις χρησιμεύουν όχι μόνο για να επαναφέρουν το μέλος στους δεσπόζοντες φθόγγους, αλλά κυρίως για να το χωρίζουν σε κανονικές περιόδους, ανάλογες προς το περιεχόμενο του ύμνου. Επιπλέον, επειδή οι ψαλλόμενοι ύμνοι έχουν περιόδους που χωρίζονται με κόμμα, άνω τελεία ή τελεία, έχουμε και καταλήξεις ατελείς, εντελείς και τελικές αντίστοιχα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΤΟΥΛΟΥΜΑΚΟΥ(http://1lyk-volou.mag.sch.gr/sch/vyzant_music.htm)
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΝ ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΠΡΑΠΑ